- ημέρευμα
- και μέρεμα, τὸ [ημερεύω (ΙΙ)]η ημέρευση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ήμερος — η, ο (AM ἥμερος, ον, Α θηλ. και ἡμερα, δωρ. τ. ἅμερος, ον) 1. (για ζώα) ο εξημερωμένος από τον άνθρωπο (α. «ήμερα σκυλιά» β. «χῆνα φέρων... ἥμερον ἐξ αὐλῆς», Ομ. Οδ.) 2. (για φυτά) ο καλλιεργημένος από τον άνθρωπο («ξύλου ἡμερης ἐλαίης», Ηρόδ.) 3 … Dictionary of Greek
μέρεμα — το βλ. ημέρευμα … Dictionary of Greek